Σημαντικά στοιχεία για τη ζωή στο Σπήλαιο φέρνει στο φως, μέσα από τις πολυετείς της έρευνες, η αρχαιολόγος Νίνα Αποστολίκα- Κυπαρίσση.
Όπως αναφέρει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, μεταξύ των ευρημάτων είναι ένας ανθρώπινος σκελετός, χρονολογημένος (με C14) από τα ίδια τα οστά, που ανήκει στη μεταπαγετώδη περίοδο, σε εκείνη δηλαδή που ανήκουν τα πρώτα αντικείμενα αυτοδιακόσμησης.
Πρόκειται για σκελετό ενήλικου ανδρός, σύμφωνα με τα μορφολογικά ανατομικά στοιχεία του κρανίου και των διασωθέντων τμημάτων των μακρών οστών, έχει πρώιμα χαρακτηριστικά κρανίου και είναι το πρώτο γνωστό δείγμα ανθρώπου της Παλαιολιθικής εποχής στη Θεσσαλία, αλλά και σε όλο τον ελλαδικό χώρο και μάλιστα προερχόμενο από στρωματογραφημένη επίχωση.
Δυστυχώς, τονίζει η κα Κυπαρίσση, ο σκελετός βρέθηκε κακοποιημένος, ενδεχομένως από αρχαιοκάπηλους, που είχαν προηγηθεί και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν πρόκειται για ταφή ή όχι, ούτε να συνάγουμε πιθανές ταφικές πρακτικές. Το γεγονός, ωστόσο, ότι τα χώματα γύρω του ήταν χαλαρά σε σχέση με την υπόλοιπη κοντινή επίχωση, μάλλον οδηγεί στην εκδοχή της ταφής σε λάκκο, όπως επίσης και δύο λίθινα εργαλεία, που ίσως σχετίζονται με την ταφή.
Εκτός, όμως, από τον παραπάνω σκελετό, που βρέθηκε το 1990, κατά τα επόμενα χρόνια εντοπίστηκαν τρεις ακόμη ανθρώπινες ταφές, εκ των οποίων η τελευταία το 2006, κατά τη διάρκεια των έργων του Γ΄ ΚΠΣ, ενώ μία ακόμη βρέθηκε τον Ιανουάριο του 2008 και φαίνεται να ανήκει στη Μεσολιθική περίοδο.
Η μια εξ αυτών ήταν γυναικεία ταφή in situ, σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης. Πρόκειται για νεαρή γυναίκα (γύρω στα 18-20 έτη). Ο υπολογισμός του αναστήματος έδωσε μια τιμή 1,57μ. που είναι συγκρίσιμη με άλλα ανάλογα δείγματα αυτής της περιόδου, τόσο στο Φράγχθι (σπήλαιο στον όρμο Κοιλάδα, στο νότιο τμήμα της Αργολικής Χερσονήσου) όσο και εκτός Ελλάδος (Μέση Ανατολή). Η δε παθολογική εξέταση έδειξε ότι το άτομο έπασχε μόνο από στοματίτιδα, σε προχωρημένο βαθμό.
Το 2002 εντοπίστηκε ταφή, σε στρώμα μεταξύ του τέλους της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου. Ο σκελετός ανήκει σε προχωρημένης ηλικίας άρρεν άτομο (η ηλικία του εκτιμάται από την κ. Στραβοπόδη, η οποία μελετά το υλικό, μεταξύ 35-45), λιγότερο εύρωστο σε σχέση με τους άλλους σκελετούς, λόγω της εύθρυπτης κατάστασης των οστών του.
Η τελευταία ταφή εντοπίστηκε το 2006, μέσα σε πολύ σκληρό ίζημα, μπροστά ακριβώς στην είσοδο του σπηλαίου και σώζεται μόνο το κρανίο και μέρος κάποιων άλλων οστών. Η αποκάλυψη όμως της θέσης του καρπού του κάτω από το κρανίο σε στάση ύπνου, παραπέμπει σε ταφική στάση. Πρόσφατη χρονολόγηση τοποθετεί την ταφή αυτή στα 8.450±45 από σήμερα, δηλαδή στη Μεσολιθική περίοδο.
"Θα πρέπει να πούμε επίσης- σημειώνει η αρχαιολόγος- ότι έχουν γίνει αναλύσεις DNA στον πρώτο παλαιολιθικό σκελετό και οι τύποι που αποκαλύφθηκαν είναι τυπικοί του μοντέλου των μεσολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και των κυνηγών της Εγγύς Ανατολής, σύμφωνα με το σχήμα των Amermann και Cavalli-Sforza, και παρά το μεμονωμένο δείγμα, υπονοείται παλαιολιθική καταγωγή του γενετικού κώδικα στην Ευρώπη και μεταξύ ατόμων του Πλειστοκαίνου και του Ολοκαίνου. Η μελέτη όλων αυτών των σκελετών αναμένουμε να συμβάλλει στη γνώση όχι μόνο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτής της περιοχής στο θεσσαλικό και ελλαδικό χώρο, αλλά και στην ανασύσταση του όλου φυσικού περιβάλλοντος, από το οποίο τρέφονταν και ζούσαν".
Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα
Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες προκύπτουν, επίσης, από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Με τη διαδικασία του νεροκόσκινου εντοπίστηκαν στα παλαιολιθικά στρώματα καμένοι καρποί, όπως άγριο αμύγδαλο, βατόμουρο, τσικουδιά, μπιζέλι, ψυχανθή (όσπρια) και αγρωστώδη (δημητριακά), ως αποτέλεσμα καρποσυλλογής προς βρώση καθώς και άλλα είδη αγριόχορτων, προορισμένων κυρίως για ζωοτροφές.
Ενώ είναι πολύ πιθανό ότι, οι Παλαιολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου χρησιμοποιούσαν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία καρπών και φυτών, που δεν επιβίωσαν ώστε να φθάσουν ως εμάς.
Στα Μεσολιθικά δείγματα εξακολουθεί η παρουσία άγριων οσπρίων, φρούτων και καρπών κι άλλων φυτικών ειδών που είτε εντάσσονταν στο διαιτολόγιο των χρηστών του σπηλαίου είτε χρησιμοποιούνταν σε άλλες δραστηριότητες.
Η αρχαιοβοτανική αυτή συγκέντρωση προέκυψε, όπως αναφέρει η αρχαιολόγος, από τη συστηματική συλλογή περίπου 550 δειγμάτων χώματος, στα οποία έγινε η διαδικασία του νεροκόσκινου.
Τα φυτικά κατάλοιπα αποτελούν σημαντικούς φορείς πληροφορίας σχετικά με τους δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπινου είδους με τον πολυδιάστατο κόσμο των φυτών, τις ανθρώπινες επιλογές στη διαχείριση του χλωριδικού περιβάλλοντος, τις στρατηγικές επιβίωσης και της οικονομικής οργάνωσης μιας ομάδας.
Το αρχαιοβοτανικό υλικό της Θεόπετρας, λόγω της παλαιότητάς του, καθώς είναι το αρχαιότερο που προέρχεται από αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, συνιστά ένα πολύτιμο αρχείο δεδομένων, για τη διερεύνηση των πρώιμων σταδίων εκμετάλλευσης του φυτικού κόσμου στον ελληνικό χώρο.
Επιπλέον, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία από αυτό το υλικό είναι ότι είδη φυτών που στην παλαιολιθική περίοδο τα βρίσκουμε σε άγρια μορφή, στη Νεολιθική τα συναντούμε καλλιεργημένα κι αυτό επιβεβαιώνει τη συνέχεια του πολιτισμού στον ίδιο χώρο.
Η ταύτιση των ξυλανθράκων- εξηγεί η κα Κυπαρίσση- από δείγματα που συλλέχθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν, μέσω της βλάστησης που αναγνωρίστηκε κατά περιόδους, τις κλιματικές συνθήκες που περιγράφηκαν με τις γεωλογικές αναλύσεις, αλλά και με αναλύσεις γυρεόκοκκων που έχουν γίνει παλαιότερα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και της Θεσσαλίας, δηλ. στεπική βλάστηση σε περιόδους ψυχρού και ξηρού κλίματος, ενώ κλιματικά ήπια ενδιάμεσα επεισόδια χαρακτηρίζονται από πλατύφυλλα φυλλοβόλα.
Από τα πρόσφατα ευρήματα, με την ευκαιρία των έργων του Γ΄ΚΠΣ, αξίζει να μνημονευτεί η αποκάλυψη, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου, λιθοσωρού που φαίνεται να καλύπτει όλο το εύρος της εισόδου (υπολείπεται ένα μικρό ακόμη τμήμα ανασκαφής).
Οι πέτρες, διάφορων μεγεθών, φαίνεται να τοποθετήθηκαν εκεί εσκεμμένα, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα φράγμα ασφαλείας, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος στο σπήλαιο (προφανώς για τα ζώα).
Με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας, η κατασκευή του χρονολογήθηκε στα 22.000-23.000 χρόνια πριν, δηλαδή σε εποχή παγετώνων κι αυτό είναι ενισχυτικό της άποψης ότι έγινε σκοπίμως, για να αποτρέπει τόσο τα ζώα όσο και τα ψυχρά στοιχεία να εισέρχονται από την είσοδο του σπηλαίου στο εσωτερικό του, σημειώνει καταληκτικά η αρχαιολόγος.
πηγή: ana-mpa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου