"Την Ελλάδα την αγάπησα από την πρώτη φορά, που την επισκέφθηκα. Ήρθα στα 19 μου χρόνια, ως φοιτητής της Κλασσικής Φιλολογίας, όπως έκαναν πολλοί άλλοι φοιτητές από τη Βρετανία. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο. Επειδή είχα σπουδάσει αρχαία ελληνικά, ήταν φυσικό να κάνω μια προσπάθεια να μάθω καθημερινές εκφράσεις της σύγχρονης ελληνικής. Επισκέφθηκα πολλά μέρη μέσα σ' έναν μήνα, που έμεινα στην Αθήνα. Πώς να το πω… Ερωτεύτηκα, κατά κάποιον τρόπο, την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα", λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ντέιβιντ Χόλτον, ο οποίος βρέθηκε γι ακόμη μια φορά επί ελληνικού εδάφους, πριν από μερικές ημέρες, συμμετέχοντες σε συνέδριο, που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ).
Όταν τού δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξει ρότα στις σπουδές του, αντί να συνεχίσει με την Αρχαία Γραμματεία, προτίμησε να ασχοληθεί με τη νεοελληνική γλώσσα και να παρακολουθήσει όλη την εξέλιξή της, από την αρχαιότητα έως το σήμερα, καθώς και τη σχετική φιλολογική παραγωγή Ελλήνων ή ελληνόφωνων λογοτεχνών ανά τους αιώνες. Δεν κρύβει, μάλιστα, την ιδιαίτερη προτίμησή του προς τη λογοτεχνία της Κρητικής Αναγέννησης. "Είναι το μεράκι μου", λέει χαρακτηριστικά ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός.
Ο Ντέιβιντ Χόλτον υπηρέτησε πιστά τη νεοελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό, καθ' όλη τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του πορείας και, τώρα, στη δύση της πορείας αυτής έχει επιδοθεί σ' έναν μαραθώνιο για τη διάσωση του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου διδάσκει από το 1981. Από τη μία η δυσμενής οικονομική συγκυρία κι από την άλλη η εξάντληση του αρχικού κληροδοτήματος, βάσει του οποίου δημιουργήθηκε το τμήμα, απειλούν με κλείσιμό του, αφού η έδρα, την οποία κατέχει τώρα ο κ. Χόλτον, δεν πρόκειται να καλυφθεί μετά τη συνταξιοδότησή του.
"Το μέλλον, όπως προδιαγράφεται τώρα, είναι το κλείσιμο του τμήματος των Νεοελληνικών Σπουδών. Το αρχικό κληροδότημα δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα κι η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και τα βρετανικά πανεπιστήμια. Έχουν δημιουργηθεί νέα τμήματα και σχολές και το κράτος δεν μπορεί, πλέον, να τα χρηματοδοτήσει επαρκώς. Επειδή η μισθοδοσία του διδακτικού προσωπικού αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων λειτουργίας των ανθρωπιστικών σχολών, δεν θα πληρωθούν οι θέσεις αυτές", εξηγεί ο Βρετανός καθηγητής.
Παρότι προβληματισμένος από τη διαμορφωθείσα κατάσταση, ο φημισμένος νεοελληνιστής, φιλόλογος και βυζαντινολόγος θεωρεί πως το μέλλον, δεν είναι αναγκαστικά δυσοίωνο. "Η κατάσταση -τονίζει- μπορεί να αλλάξει, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε προσδοκίες από το κράτος και από το πανεπιστήμιο, που έχει πολλές ευθύνες, σε όλα τα τμήματα. Εμείς, για να σωθούμε, πρέπει να ενεργήσουμε οι ίδιοι".
Εδώ και καιρό, ο ίδιος έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών, κοινωφελών ιδρυμάτων, αλλά και χορηγών, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κονδύλια, που θα δώσουν παράταση ζωής στο τμήμα νεοελληνικών σπουδών του βρετανικού πανεπιστημίου. Η εκστρατεία αυτή του κ. Χόλτον ευαισθητοποίησε απόφοιτο του Cambridge, η δωρεά του οποίου, ωστόσο, αρκεί να καλύψει τη λειτουργία του τμήματος μόνο για τρία - τέσσερα χρόνια.
"Υπάρχει, σίγουρα, ενδιαφέρον, αλλά είμαστε σε μια περίοδο λιτότητας, τεράστιων οικονομικών δυσχερειών για όλους μας […]. Υπάρχει ενδιαφέρον, εκ μέρους ιδρυμάτων γνωστών -δεν θα αναφέρω ονόματα- που, ίσως, αποφασίσουν να μας βοηθήσουν με χρήματα. Τα ποσά, ωστόσο, που χρειάζονται για μια τουλάχιστον θέση, για μόνιμη χρηματοδότηση, προικοδότησή της, είναι πολύ μεγάλα", παραδέχεται ο κ. Χόλτον.
Ήδη, το πανεπιστήμιο του Cambridge αποφάσισε πως, από το φετινό ακαδημαϊκό έτος δεν θα εισαχθούν νέοι φοιτητές στο τμήμα, προκειμένου, στην τριετία που απομένει για τη συνταξιοδότηση του κ. Χόλτον, να έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος σπουδών όλων των φοιτητών, οι οποίοι, από τον πρώτο κιόλας χρόνο των σπουδών τους μαθαίνουν να διαβάζουν από το πρωτότυπο Καβάφη, Σεφέρη, Βαλτινό, Ελύτη κ.ά.
"Αποκτούν τις αναγκαίες γνώσεις -εξηγεί ο Βρετανός ακαδημαϊκός- για να μπορούν να διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως του 20ου αιώνα, στο πρωτότυπο, να κάνουν μετάφραση άγνωστου κειμένου στα αγγλικά και να ασχοληθούν, επίσης, με συγκεκριμένα θέματα, όπως το γλωσσικό ζήτημα και η διαμόρφωση της γλωσσικής ταυτότητας, αλλά και τη σχέση της σύγχρονης Ελλάδας με το κλασικό της παρελθόν".
Ο φημισμένος νεοελληνιστής δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και το αρχαίο πνεύμα, αλλά θεωρεί πως η Ελλάδα έχει ένα άλλο, σύγχρονο πολιτιστικό πρόσωπο, που θα έπρεπε να προβάλλει περισσότερο.
"Η Ελλάδα, στο εξωτερικό προβάλλει τον αρχαίο πολιτισμό της. Αυτό δεν είναι άσχημο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό η Ελλάδα: το κλασικό της παρελθόν. Η Ελλάδα έχει πολλούς καλλιτέχνες -λογοτέχνες, ζωγράφους, μουσικοσυνθέτες- που συνεισφέρουν σ' αυτόν το σύνολο που λέγεται νεοελληνικός πολιτισμός. Η σημερινή κουλτούρα των Ελλήνων δεν προβάλλεται στον βαθμό που αξίζει", εκτιμά ο κ. Χόλτον και προσθέτει διστακτικά: "Ίσως, γιατί οι ίδιοι οι Έλληνες δεν εκτιμούν αρκετά τον νεοελληνικό πολιτισμό τους. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω.".
Σε ό,τι αφορά το συνέδριο του ΚΕΓ, στη Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε τόπο συνάντησης για νεοελληνιστές και κλασικούς φιλολόγους από διάφορες γωνιές του πλανήτη, ο κ. Χόλτον επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τη σημασία του για την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς, που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο, ανά τον πλανήτη, αλλά και για τις προοπτικές, που ανοίγονται ως προς την αποτελεσματικότερη χρήση των υπαρχόντων πόρων.
Από τα θρανία της Οξφόρδης, στα έδρανα του Cambridge
Απόφοιτος της Οξφόρδης και αργότερα ερευνητής του Birmingham (Μπέρμιγχαμ), ο Ντέιβιντ Χόλτον, το 2000 προήχθη σε αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge και το 2006 σε καθηγητή Νέων Ελληνικών. Ειδικεύτηκε στην ύστερη μεσαιωνική λογοτεχνία, την κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης καθώς και την ιστορία και τη δομή της νέας ελληνικής γλώσσας.
Ανάμεσα στις δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται η έκδοση της έμμετρης διασκευής (Ριμάδα) του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (1974, επανέκδοση 2002), ένα βιβλίο για τον Ερωτόκριτο (1991), Του Κύκλου τα Γυρίσματα: Ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση (4 τόμοι 1996-2000, σε συνεργασία με την Dia Philippides) και Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα (2001). Δημοσίευσε, επίσης, το συλλογικό έργο "Literature and society in Renaissance Crete" (1991, ελληνική έκδος 1997) και, σε συνεργασία με τον Peter Mackridge και την Irene Philippaki-Warburton, δύο γραμματικές των Νέων Ελληνικών.
Έργο αναφοράς στην ελληνική γλώσσα της μεσαιωνικής περιόδου και "προσωπικό στοίχημα" του κ. Χόλτον αποτελεί η συγγραφή της "Γραμματικής της Μεσαιωνικής Ελληνικής 1100-1700". Το σημαντικό αυτό ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 2004, με επιστημονικά υπεύθυνο τον ίδιο τον Ντέιβιντ Χόλτον, με στόχο τη σύνταξη μιας γραμματικής της μεσαιωνικής, δημώδους ελληνικής.
Ο τόμος, ο οποίος, όπως λέει ο καθηγητής ευελπιστεί πως θα είναι έτοιμος για να κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά, από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου του Cambridge, θα είναι ο καρπός ενός φιλόδοξου ερευνητικού προγράμματος της Σχολής Μεσαιωνικών και Σύγχρονων Γλωσσών του βρετανικού πανεπιστημίου, που "αγκάλιασαν" με θέρμη, όχι μόνο οι συνεργάτες του κ. Holton, που ασχολούνται επισταμένως μ' αυτήν, αλλά και καθηγητές από ελληνικά πανεπιστήμια, των οποίων η συμβολή είναι πολύτιμη.
Η γλωσσική περιγραφή της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στα 1.000 και στα 1.700 βασίζεται στην ανάλυση κυρίως μη λογοτεχνικών κειμένων και τα επί μέρους γλωσσικά χαρακτηριστικά περιγράφονται, σε συνάρτηση με τη χρονολογική τους εξέλιξη και τη γεωγραφική τους κατανομή, ενώ λαμβάνονται υπόψη ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με το λογοτεχνικό είδος και τον τύπο των εγγράφων, έτσι ώστε να είναι κατανοητή η εναλλαγή των γλωσσικών τύπων, η εξέλιξή τους και η επικράτειά τους στη νέα ελληνική.
Οι Νεοελληνικές Σπουδές στο Cambridge
Τα Νέα Ελληνικά διδάσκονται ως πτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge για περισσότερα από 70 χρόνια. Τα πρώτα βήματα για την καθιέρωση του αντικειμένου έγιναν ήδη στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με πρωτοβουλία δύο γυναικών από τη Σκωτία, των διδύμων Margaret και Agnes Smith. Οι αδελφές Smith, κόρες ενός Σκωτσέζου δικηγόρου, γεννήθηκαν το 1843. Η μητέρα τους πέθανε λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή τους. Το 1866 απεβίωσε και ο πατέρας τους, αφήνοντάς τους σημαντική περιουσία, όπως και την ελευθερία να ακολουθήσουν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους. Το 1868, ξεκίνησαν για τον γύρο της Ευρώπης και έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, την Αίγυπτο, τους Άγιους Τόπους και την Ελλάδα. Στη διάρκεια των επόμενων 20 ετών, η Agnes έγραψε αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται μυθιστορήματα, καθώς και δύο περιηγητικές αφηγήσεις, βασισμένες στον πρώτο αυτό γύρο της Μέσης Ανατολής και στα ταξίδια, που ακολούθησαν: Glimpses of Greek life and scenery (1884) και Through Cyprus (1887).
Οι δύο αδελφές αναδείχτηκαν σε ειδικούς των σημιτικών γλωσσών και των βιβλικών σπουδών και έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης. Στο μεταξύ, παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν στο Cambridge, όπου οι σύζυγοί τους κατείχαν ακαδημαϊκές θέσεις. Εκεί, έζησαν και μετά το θάνατο των συζύγων τους, ως το τέλος της ζωής τους.
Φαίνεται, όμως, ότι ποτέ δεν ξέχασαν τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα και την Κύπρο ή τη γνώση τους των Νέων Ελληνικών, που διευκόλυνε σημαντικά τις έρευνές τους στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά.
Το 1918, η Agnes Lewis προσέφερε στο Πανεπιστήμιο ένα αξιόλογο ποσό για την προικοδότηση μιας διδακτικής θέσης για τα Νέα Ελληνικά. Η Margaret Gibson πέθανε το1920 και η Agnes έξι χρόνια αργότερα.
Ο πρώτος που διορίστηκε, το 1936, στη θέση (Lewis-Gibson lecturer) ήταν ο Romily Jenkins, που είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως κλασικός αρχαιολόγος. Κατά τη σύντομη διάρκεια της θητείας του αφιερώθηκε στην έρευνα της νεοελληνικής φιλολογίας και δημοσίευσε μια βιογραφική μελέτη για τον Σολωμό (1940) και ένα άρθρο για την κρητική κωμωδία "Φουρτουνάτος". Το 1946 κατέλαβε την έδρα Κοραή στο King's College στο Λονδίνο. Αργότερα, όπως είναι γνωστό, έγινε καθηγητής βυζαντινής ιστορίας στο Dumbarton Oaks, Washington D.C. και αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους βυζαντινολόγους της γενιάς του.
Ο δεύτερος λέκτορας στα Νέα Ελληνικά, ο διάδοχος του Jenkins, διορίστηκε το 1947. Ήταν ο Σταύρος Παπασταύρου, απόφοιτος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αφού στο μεταξύ είχε υπηρετήσει, κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο.
Ο Παπασταύρου κατείχε τη θέση για 32 χρόνια, ως το θάνατό του, το 1979. Για μεγάλο διάστημα, παράλληλα δίδασκε κλασική φιλολογία. Μολονότι δεν δημοσίευσε πολλά, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τη διδασκαλία του και την ευρύτητα των γνώσεών του γύρω από την ελληνική λογοτεχνία και τον πολιτισμό.
Σε αυτόν οφείλονται τα λήμματα για τη νέα ελληνική λογοτεχνία, στο Penguin Companion for Literature (1969). Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, επέβλεψε τις διδακτορικές διατριβές τεσσάρων νέων φοιτητών, που αργότερα έκαναν λαμπρή σταδιοδρομία σε πανεπιστήμια τριών ηπείρων: της Margaret Alexiou (Birmingham και Harvard), του Roderick Beaton(King's College, Λονδίνο), του Νάσου Βαγενά (Αθήνα) και του Alfred Vincent (Sydney).
Τον Παπασταύρου διαδέχθηκε, το 1981, ο Ντέιβιντ Χόλτον.
Τα τελευταία 17 χρόνια (από το 1993 έως σήμερα) εκδίδεται ανελλιπώς το επιστημονικό περιοδικό του τομέα Νέων Ελληνικών, με τον τίτλο"Κάμπος: Cambridge Papers in Modern Greek".
Κείμενο: της Σοφίας Παπαδοπούλου
πηγή: ana-mpa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου